- γαγγραινιάζω
- γαγγραίνιασα, παθαίνω γάγγραινα, σαπίζω: Από το τραύμα γαγγραίνιασε το πόδι του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαγγραινιάζω — σαπίζω από γάγγραινα … Dictionary of Greek
καγγραινιάζω — γαγγραινιάζω* … Dictionary of Greek
επισφακελίζω — ἐπισφακελίζω (Α) σχηματίζω σφάκελο, γάγγραινα, γαγγραινιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφακελ ίζω (< σφάκελ ος «γάγγραινα»)] … Dictionary of Greek